κράτος
[ˈkratos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Staatαρσενικό | Maskulinum, männlich mκράτοςκράτος
examples
- κράτος παρακολούθησηςÜberwachungsstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κράτος πρόνοιαςWohlfahrtsstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich m