„κράζω“: αμετάβατο ρήμα κράζω [ˈkrazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) krächzen, quaken krächzen κράζω κράζω quaken κράζω πάπια κράζω πάπια