κούτσουρο
[ˈkutsuro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Strunkαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούτσουρο δέντρουκούτσουρο δέντρου
- Klotzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούτσουρο κομμένο κομμάτι ξύλουStumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούτσουρο κομμένο κομμάτι ξύλουκούτσουρο κομμένο κομμάτι ξύλου
- Flascheθηλυκό | Femininum, weiblich fκούτσουρο αμόρφωτος άνθρωποςSchafskopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούτσουρο αμόρφωτος άνθρωποςκούτσουρο αμόρφωτος άνθρωπος