κούρεμα
[ˈkurema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haarschneidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκούρεμα κόψιμοκούρεμα κόψιμο
- Haarschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούρεμα χτένισμακούρεμα χτένισμα