„κοψομεσιάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κοψομεσιάζομαι [kopsomeˈsjazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abschuften sich abschuften κοψομεσιάζομαι κοψομεσιάζομαι