„κουτσομπολιό“: ουδέτερο κουτσομπολιό [kutsomboˈʎo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klatsch, Geschwätz, Gerede Klatschαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουτσομπολιό Geschwätzουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουτσομπολιό Geredeουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουτσομπολιό κουτσομπολιό