„κουρελιάζω“: μεταβατικό ρήμα κουρελιάζω [kureˈʎazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerfetzen zerfetzen κουρελιάζω κουρελιάζω