„κουμπαράς“: αρσενικό κουμπαράς [kumbaˈras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sparbüchse Sparbüchseθηλυκό | Femininum, weiblich f κουμπαράς κουμπαράς