„κουλλούρι“: ουδέτερο κουλλούρι [kuˈluri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sesamkringel Sesamkringelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουλλούρι κουλλούρι examples κουλλούρια (Kaffee-)Gebäckουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουλλούρια