„κουβαριαστός“ κουβαριαστός [kuvariasˈtos], κουβαριαστή, κουβαριαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgewickelt aufgewickelt κουβαριαστός κουβαριαστός