„Κουακέρος“: αρσενικό και θηλυκό Κουακέρος [kuaˈkjeros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quäker Quäkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f Κουακέρος Κουακέρος