κοσκινίζω
[koskjiˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- siebenκοσκινίζω αλεύρικοσκινίζω αλεύρι
- sichtenκοσκινίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκοσκινίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- durchforschenκοσκινίζω περιοχή οικείο | umgangssprachlichοικκοσκινίζω περιοχή οικείο | umgangssprachlichοικ