„κορφοβούνι“: ουδέτερο κορφοβούνι [korfoˈvuni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gebirgsrücken Gebirgsrückenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κορφοβούνι κορφοβούνι