„κορνάρισμα“: ουδέτερο κορνάρισμα [korˈnarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hupen Hupenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κορνάρισμα κορνάρισμα