κορδόνι
[korˈðoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schnurθηλυκό | Femininum, weiblich fκορδόνι γενκορδόνι γεν
- Schnürsenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορδόνι παπουτσιώνκορδόνι παπουτσιών