κοντόχοντρος
[konˈdoxondros], κοντόχοντρη, κοντόχοντροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gedrungen, untersetztκοντόχοντροςκοντόχοντρος
Thank you for your feedback!