„κονταίνω“: αμετάβατο ρήμα κονταίνω [konˈdeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kürzer werden, kleiner werden kürzer werden, kleiner werden κονταίνω κονταίνω „κονταίνω“: μεταβατικό ρήμα κονταίνω [konˈdeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kürzen kürzen κονταίνω μάκρος κονταίνω μάκρος