κονσερβοποίηση
[konservoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Konservierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκονσερβοποίησηHaltbarmachungθηλυκό | Femininum, weiblich fκονσερβοποίησηκονσερβοποίηση