„κομφορμισμός“: αρσενικό κομφορμισμός [komformizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Angepasstheit Angepasstheitθηλυκό | Femininum, weiblich f κομφορμισμός κομφορμισμός