κομπόστα
[komˈbosta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kompottουδέτερο | Neutrum, sächlich nκομπόστακομπόστα
examples
- κομπόστα δαμάσκηνουPflaumenkompottουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κομπόστα μήλουApfelkompottουδέτερο | Neutrum, sächlich n