κολάρο
[koˈlaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kragenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκολάροκολάρο
examples
- κολάρο πουκαμίσουHemdkragenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κολάρο σκύλουHundehalsbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κολάρο σκύλουουδέτερο | Neutrum, sächlich n με καρφιάStachelhalsbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n