„κοκκινολάχανο“: ουδέτερο κοκκινολάχανο [kokjinoˈlaxano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rotkohl Rotkohlαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοκκινολάχανο κοκκινολάχανο