„κοκκαλιάρης“ κοκκαλιάρης [kokaˈʎaris], κοκκαλιάρα, κοκκαλιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knochig, hager knochig, hager κοκκαλιάρης κοκκαλιάρης