„κλωνάρι“: ουδέτερο κλωνάρι [kloˈnari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ast, Zweig Astαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλωνάρι Zweigαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλωνάρι κλωνάρι