„κλονίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κλονίζομαι [kloˈnizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wackeln wackeln κλονίζομαι κλονίζομαι