κλειστός
[klisˈtos], κλειστή, κλειστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geschlossen, zuκλειστόςκλειστός
- gesperrtκλειστός δρόμοςκλειστός δρόμος
- verschlossenκλειστός άτομοκλειστός άτομο
examples
- Tennishalleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλειστός στίβοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλHallenbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλειστός στο κοινόunter Ausschluss der Öffentlichkeit.