„κλαψούρισμα“: ουδέτερο κλαψούρισμα [klaˈpsurizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geflenne Geflenneουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλαψούρισμα κλαψούρισμα