„κλαδεύω“: μεταβατικό ρήμα κλαδεύω [klaˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beschneiden beschneiden κλαδεύω δέντρο κλαδεύω δέντρο