κλίμακα
[ˈklimaka]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Skalaθηλυκό | Femininum, weiblich fκλίμακα φυσκλίμακα φυσ
- Tonleiterθηλυκό | Femininum, weiblich fκλίμακα μουσκλίμακα μουσ
- Maßstabαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλίμακα γεωγραφία | Geografieγεωγρκλίμακα γεωγραφία | Geografieγεωγρ
examples
- κλίμακα θερμοκρασίαςTemperaturskalaθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλίμακα Ρίχτερ γεωλογία | GeologieγεωλRichter-Skalaθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples