κλήση
[ˈklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλήση τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφκλήση τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ
- Vorladungθηλυκό | Femininum, weiblich fκλήση νομικός όρος | Rechtswesenνομκλήση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Strafzettelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλήση της τροχαίαςκλήση της τροχαίας
examples
- αστική/υπεραστική κλήσηOrts-/Ferngesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κλήση κινδύνουNotrufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κλήση αφύπνισης τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφWeckrufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples