„κισσός“: αρσενικό κισσός [kjiˈsos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Efeu Efeuαρσενικό | Maskulinum, männlich m κισσός βοτανική | Botanikβοτ κισσός βοτανική | Botanikβοτ