κινητήρας
[kjiniˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Motorαρσενικό | Maskulinum, männlich mκινητήρας αυτοκινήτουκινητήρας αυτοκινήτου
- Triebwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich nκινητήρας πυραύλουκινητήρας πυραύλου
examples
- δίχρονος/τετράχρονος κινητήραςZwei-/Viertaktmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κινητήρας έγχυσης καυσίμουEinspritzmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κινητήρας εσωτερικής καύσηςVerbrennungsmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m