„κεχρί“: ουδέτερο κεχρί [kjeˈxri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hirse Hirseθηλυκό | Femininum, weiblich f κεχρί βοτανική | Botanikβοτ κεχρί βοτανική | Botanikβοτ