„κερδοφορία“: θηλυκό κερδοφορία [kjerðofoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einträglichkeit Einträglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κερδοφορία κερδοφορία