„κεντρί“: ουδέτερο κεντρί [kjenˈdri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stachel Stachelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κεντρί εντόμου κεντρί εντόμου