„κελαρύζω“: αμετάβατο ρήμα κελαρύζω [kjelaˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) plätschern plätschern κελαρύζω ρυάκι κελαρύζω ρυάκι