κελάρι
[kjeˈlari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Keller(raum)αρσενικό | Maskulinum, männlich mκελάρι υπόγειοκελάρι υπόγειο
- Vorratskammerθηλυκό | Femininum, weiblich fκελάρι αποθήκη τροφίμωνκελάρι αποθήκη τροφίμων