καύση
[ˈkafsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbrennungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαύση χημεία | Chemieχημκαύση χημεία | Chemieχημ
examples
- καύση βιβλίωνBücherverbrennungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καύση μαγισσώνHexenverbrennungθηλυκό | Femininum, weiblich f