„καψόνι“: ουδέτερο καψόνι [kaˈpsoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schikane Schikaneθηλυκό | Femininum, weiblich f καψόνι καψόνι examples κάνω καψόνια schikanieren κάνω καψόνια