καυχησιάρης
[kafçiˈsjaris]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καυχησιάρα, καυχησιάρικοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
καυχησιάρης
[kafçiˈsjaris]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαυχησιάρηςWichtigtuerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαυχησιάρηςκαυχησιάρης