καυσαέρια
[kafsaˈeria]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abgaseπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplκαυσαέριαAuspuffgaseπληθυντικός | Plural plκαυσαέριακαυσαέρια