„κατσαρός“ κατσαρός [katsaˈros], κατσαρή, κατσαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lockig, gelockt, kraus lockig, gelockt, kraus κατσαρός κατσαρός