„κατορθώνω“: μεταβατικό ρήμα κατορθώνω [katorˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erreichen, leisten, vollbringen, schaffen erreichen, leisten, vollbringen, schaffen κατορθώνω κατορθώνω examples κατορθώνω να λύσω το γρίφο es schaffen, den Rätsel zu lösen κατορθώνω να λύσω το γρίφο