„κατοικήσιμος“ κατοικήσιμος [katiˈkjisimos], κατοικήσιμη, κατοικήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewohnbar bewohnbar κατοικήσιμος κατοικήσιμος