κατεργαριά
[katerɣaˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Durchtriebenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκατεργαριάGerissenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκατεργαριάκατεργαριά