κατεβάζω
[kateˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- senkenκατεβάζω χαμηλώνω, κ. τιμή, βλέμμακατεβάζω χαμηλώνω, κ. τιμή, βλέμμα
- hinunterbringenκατεβάζω φέρνω κάτωκατεβάζω φέρνω κάτω
- einziehenκατεβάζω πανίκατεβάζω πανί
- herabsetzen, ermäßigenκατεβάζω τιμέςκατεβάζω τιμές
- auflegenκατεβάζω ακουστικόκατεβάζω ακουστικό
- absetzenκατεβάζω επιβάτηκατεβάζω επιβάτη
- downloadenκατεβάζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκατεβάζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- κατεβάζω ταχύτητα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ