„καταψήφιση“: θηλυκό καταψήφιση [kataˈpsifisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verwerfung Verwerfungθηλυκό | Femininum, weiblich f καταψήφιση καταψήφιση