„καταστρατηγώ“: μεταβατικό ρήμα καταστρατηγώ [katastratiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umgehen umgehen καταστρατηγώ καταστρατηγώ