καταστηματάρχης
[katastimaˈtarçis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, καταστηματάρχισσα [katastimaˈtarçisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschäftsinhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταστηματάρχηςκαταστηματάρχης