„κατασκοπεύω“: μεταβατικό ρήμα κατασκοπεύω [kataskoˈpevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auskundschaften, ausspionieren auskundschaften, ausspionieren κατασκοπεύω κατασκοπεύω